- στρατοκήρυξ
- -ήρυκος, ὁ, Α1. στρατιωτικός κήρυκας, κήρυκας στρατού ή στρατοπέδου2. α) ένας από τους πέντε εκτάκτους, δηλαδή τους αποσπασμένους σε ειδική υπηρεσία, που ήταν προσκολλημένος στην πρώτη τάξη ή στο πρώτο σύνταγμα στρατιωτώνβ) καθένας από τους πέντε εκτάκτους που ήταν προσκολλημένος στην εκατονταρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κῆρυξ].
Dictionary of Greek. 2013.